-
1 λάσπη
η1) грязь (тж. перен.); слякоть; ил, тина;αδιάβατη λάσπη — непролазная грязь;
τσαλαβουτώ στη λάσπη — месить грязь;
ρίχνω λάσπη σε κάποιον — полить кого-л. грязью; — оклеветать кого_л.;
2) перен. месиво;ένα ψωμί λάσπη — не хлеб, а какое-то месиво;
3) отстой вина;4) тех раствор;§ λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
πέφτω στη λάσπη — сесть в лужу, потерпеть неудачу;
-
2 λάσπη
el fang -
3 λάσπη
малтерГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λάσπη
-
4 λάσπη
1) boue2) vase -
5 λάσπη
1) błoto (n) rzecz.2) muł (m) rzecz.3) szlam (m) rzecz. -
6 λάσπη
1) bahno2) bláto3) kal -
7 λάσπη
1) cement2) mud3) oozeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λάσπη
-
8 Λάσπη η δουλειά μας...
Λάσπη η δουλειά μας (σας...)• Дело дрянь• Дела, как сажа белаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λάσπη η δουλειά μας...
-
9 Λάσπη η δουλειά σας...
Λάσπη η δουλειά μας (σας...)• Дело дрянь• Дела, как сажа белаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λάσπη η δουλειά σας...
-
10 Ο χοίρος λάσπη κυνηγά
• Свинья грязь всегда найдетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο χοίρος λάσπη κυνηγά
-
11 Ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά
• Свинья везде грязь найдётИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά
-
12 boue
λάσπη -
13 bláto
λάσπη -
14 balçık
λάσπη, βούρκος, τέλμα -
15 harç
λάσπη, πηλός, αμμοκονία -
16 грязь
-и, προθτ. о -и, в -и θ.1. λάσπη!•валяться в -и κυλιέμαι στη λάσπη•
непролазная грязь αδιάβατη λάσπη.
2. λάσπη θεραπευτική.3. ακαθαρσία, σκουπίδια.4. ηθικός ξεπεσμός, βούρκος.5. λέρα, λεκές.εκφρ.месить грязь – ανακατεύω τη λάσπη, βαδίζω στη λάσπη, τσαλαβουτώ•смешать с -ыо; втоптать ή затоптать в -и – συκοφαντώ, δυσφημίζω, αμαυρώνω, κολλώ ρετσινιά•вытащить из -и – μτφ. ξελασπώνω (απαλλάσσω, βγάζω από δυσχερή κατάσταση). -
17 грязь
гряз||ьж1. (уличная и т. /ι.) ἡ λάσπη, ὁ βόρβορος / ἡ ἀκαθαρσία, ἡ βρωμιά (нечистоты, мусор)/ ὁ βούρκος (ти-«α):непролазная \грязь ἡ ἀδιάβατη λάσπη· месить \грязь разг τσαλαβουτώ στή λάσπη· валяться в \грязьй κυλιέμαι στό βόρβορο·2. (на коже, одежде) ἡ βρώμα, ἡ λέρα·3. перен ἡ αίσχρότητα, ἡ βρωμιά· ◊ смешать с \грязьыо кого́-л. ἐξευτελίζω, κατασυκοφαντώ, κηλιδώνω τήν ὑπόληψη κάποιου· не ударить лицом в \грязь разг βγαίνω ἀσπροπρόσωπος. -
18 грязь
-
19 невылазный
невылази||ыйприл разг1. ἀδιαπέραστος, ἀδιάβατος:\невылазныйая грязь ἀδιάβατη λάσπη, λάσπη ὡς τό γόνατο·2. перен:быть в \невылазныйых долгах εἶμαι βουτημένος στά χρέη. -
20 вывалять
ρ.σ.μ.(απλ.) κυλώ, λερώνω•вывалять в грязи κυλώ στη λάσπη.
(απλ.) κυλιέμαι, λερώνομαι•вывалять в грязи κυλιέμαι στη λάσπη.
См. также в других словарях:
λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
λάσπη — η 1. μείγμα από χώμα και νερό, πηλός: Το αυτοκίνητο βούλιαξε στη λάσπη. 2. οικοδομικό υλικό που αποτελείται από χώμα ή άμμο, νερό, ασβέστη και άχυρα. 3. κακής ποιότητας μάζα: Από το πολύ βράσιμο τα μακαρόνια έγιναν λάσπη. 4. μτφ., ηθικός ξεπεσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβυσσικά ιζήματα — Λάσπη που συσσωρεύεται στον θαλάσσιο βυθό, σε βάθος μεγαλύτερο από 3.500 μ. Τα α.ι. σχηματίζονται κυρίως από τα πιο ανθεκτικά μέρη των ατελών οργανισμών, που ζουν στα ψηλότερα στρώματα του θαλάσσιου ύδατος, παρασυρόμενοι συνεχώς από τα θαλάσσια… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ … Dictionary of Greek
κατιλύω — (Α) σκεπάζω με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλύω «σκεπάζω με λάσπη» (< ἰλύς «λάσπη»)] … Dictionary of Greek
λασπώδης — ες 1. γεμάτος λάσπη («λασπώδες έδαφος») 2. πολτώδης σαν τη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
λασπώνω — (Μ λασπώνω) [λάσπη] 1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου») 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω νεοελλ. 1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση 2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)… … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek
Ζάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με… … Dictionary of Greek